- εἰκοσαετηρίς
- εἰκοσα-ετηρίς, ίδος, ἡ,A period of twenty years, Ptol.Tetr.205.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰκοσαετηρίς — period of twenty years fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσαετηρίδα — εἰκοσαετηρίς period of twenty years fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσαετηρίδας — εἰκοσαετηρίς period of twenty years fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσαετηρίδι — εἰκοσαετηρίς period of twenty years fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσαετηρίδος — εἰκοσαετηρίς period of twenty years fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοσαετηρίδα — και εικοσετηρίδα, η (AM εἰκοσαετηρίς και εἰκοσετηρίς) 1. χρονικό διάστημα είκοσι ετών 2. επέτειος χρονικού διαστήματος είκοσι ετών … Dictionary of Greek